- καψιά
- η1. έγκαυμα, κάψιμο.2. η ουλή που μένει από έγκαυμα.3. το διακριτικό σημάδι που σχηματίζεται με πυρακτωμένο σίδερο στους γλουτούς των ζώων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.