καψιά

καψιά
η
1. έγκαυμα, κάψιμο.
2. η ουλή που μένει από έγκαυμα.
3. το διακριτικό σημάδι που σχηματίζεται με πυρακτωμένο σίδερο στους γλουτούς των ζώων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καψιά — η 1. κάψιμο, έγκαυμα 2. η ουλή που απομένει από το έγκαυμα 3. το διακριτικό σημείο που σχηματίζεται στους γλουτούς τών ζώων με πυρακτωμένο σίδερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καψ (αόρ. έ καψ α τού καίω) + κατάλ. ιά, (πρβλ. κλεψ ιά, κοψ ιά)] …   Dictionary of Greek

  • καψιένια βαθμίδα — Μία από τις βαθμίδες της μεσολιθικής εποχής που εντοπίζεται στην Αφρική. Ονομάζεται και καψία. Η βαθμίδα αυτή επισημάνθηκε κατά τη διάρκεια ανασκαφών στην Τυνησία, στην Αλγερία και στην ανατολική Αφρική. Οι μεσολιθικοί άνθρωποι που ζούσαν στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”